- ἀνίπταμαι
- + V 0-0-1-0-0=1 Is 16,2to fly up, to fly away
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ανίπταμαι — ἀνίπταμαι (ΜΑ) (κυριολ. και μτφ.) πετώ προς τα επάνω, ανυψώνομαι … Dictionary of Greek
ἀνίπταμαι — ἀναπέτομαι f pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαναπέτομαι — ἐπαναπέτομαι (Α) [πέτομαι] πετώ ψηλά, πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι, ανυψώνομαι … Dictionary of Greek
προανίπταμαι — Α πετώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνίπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
συνανίπταμαι — ΜΑ πετώ προς τα επάνω μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνίπταμαι «πετώ προς τα πάνω»] … Dictionary of Greek
υπανίπταμαι — Μ [ἀνίπταμαι] πετώ προς τα επάνω ελαφρά … Dictionary of Greek
υπεραναπέτομαι — και ὑπερανίπταμαι Μ πετώ πάνω από κάτι, υπερπηδώ εμπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀναπέτομαι / ἀνίπταμαι «πετώ προς τα πάνω»] … Dictionary of Greek